υπογεννητικότητα

υπογεννητικότητα
η, Ν
(κοινων.) πτώση τής γεννητικότητας, η οποία μακροπρόθεσμα μπορεί να οδηγήσει στη μείωση τού πληθυσμού μιας χώρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. denatalite].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • δημογραφικό πρόβλημα — Όρος που περιγράφει τα προβλήματα που δημιουργούνται από τη δυσανάλογη αύξηση ή μείωση του πληθυσμού καθώς και τις αλλαγές της πληθυσμιακής σύνθεσης μιας χώρας ή περιοχής. Ο Αριστοτέλης έγραψε: «Μίαν γαρ πληγήν ουχ’ υπήνεγκεν η πόλις, αλλ’… …   Dictionary of Greek

  • Γρενάδα — Επίσημη ονομασία: Γρενάδα Έκταση: 344 τ. χλμ. Πληθυσμό 89.211 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Σεντ Τζορτζ (4.410 κάτ. το 2002)Νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική Αμερική. Βρίσκεται βόρεια του Τρινιντάντ και Τομπάγκο και βρέχεται Δ από …   Dictionary of Greek

  • Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών — (ΕΚΚΕ). Νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, με έδρα την Αθήνα, που εποπτεύεται από τη Γενική Γραμματεία Έρευνας και Τεχνολογίας του υπουργείου Ανάπτυξης. Πρόκειται για τον σημαντικότερο δημόσιο φορέα της κοινωνικής έρευνας στη χώρα μας, ενώ διαθέτει …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”